Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Ένα «πρέπει» μη υποχρεωτικό.


Να ανεχόμαστε. Κι αν δεν μπορούμε να αγαπάμε να ανεχόμαστε. Τούτο πρέπει στον άνθρωπο και τούτο πρέπει στην εποχή και στους αιώνες.
Απόκαμε ο άνθρωπος να υπομένει και κουράστηκε να επιμένει στη σχέση με κάθε άλλο άνθρωπο. Έμειναν οι σχέσεις νεκρές και αβαθείς, αβασάνιστες και εύκολες και από τότε άρχισαν να βασανίζονται οι ψυχές και να νεκρώνουν οι υπάρξεις. Περίεργες οι εποχές, μα πιο περίεργα τα μυαλά που σμίλεψαν τις μέρες μας τόσο άκομψα. Και ο άνθρωπος χάθηκε.

Δύσκολο να καταλάβουμε τον άλλον. Τον κάθε άλλον. Μα πιότερο δύσκολο να μας καταλάβουν οι άλλοι. Το τραγικό όμως δεν είναι μήτε το ένα μήτε το άλλο. Το δύσκολο είναι να καταλάβουμε τον εαυτό μας. Και αβασάνιστα μέσα μας βασανίζουμε τον άλλον και η βάσανος επιστέφει και βασανίσουμε τον εαυτό μας. Και όσο  βασανίζουμε τον άλλον τόσο βασανιζόμαστε. Και όσο βασανιζόμαστε τόσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την ηρεμία και την σιωπή της αυτοαναγνώρισης, για να καταλάβουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
 Η βάσανος έχει κραυγή. Και η κραυγή έχει διατάραξη της σιωπής. Και η έλλειψη σιωπής χαλάει την ηρεμία. Και η απουσία της ηρεμίας αποδιώχνει την γαλήνη. Και η απομάκρυνση της γαλήνης εκτρώνει την ειρήνη. Και η νεκρωμένη ειρήνη αφήνει την αντάρα και την ιαχή να ριζώνει στην καρδιά. Και τότε ο άνθρωπος γίνεται φτενός, λίγος, παράλογος.
Θα πει κάποιος πώς γίνεται να πάψει τούτο το θεριό το ανήμερο που τρώει ανθρώπινες ζωές και υπάρξεις. Οι πιο βιαστικοί θα απαντήσουν με την αγάπη. Οι πιο τολμηροί θα πουν με την αυτοθυσία. Κάποιοι ίσως να πλέξουν τα εγκώμια μιας ανθρωποκεντρικής ουμανιστικής θεώρησης. Τίποτα δεν στέκεται από δαύτα αν δεν υπάρχει καλό θεμέλιο.
Δική μου θέση και άποψη -και αν χρειαστεί κάνω και πίσω για να μη στεναχωρήσω κανέναν- είναι πως αν δεν μάθουμε πρώτα να ανεχόμαστε μήτε να αγαπήσουμε γίνεται, μήτε να θυσιαστούμε, μήτε τον άνθρωπο να δούμε θα καταφέρουμε. 
Εδώ, στου δρόμου τα μισά για το Επέκεινα, στην μέση της διαδρομής για τον Αιώνα, στο καταφύγιο της μισής ζωής Εμπειρίας, τούτο είδα, τούτο διδάχθηκα, τούτο παρέλαβα, τούτο δογμάτισα, σε τούτο συμπεφώνηκα, και κατ’ ουσίαν τούτο φρονώ, τούτο λαλώ και τούτο κηρύττω.
Χρέος και ανάγκη η ανοχή του άλλου. Ακόμα και στην διαφωνία, ακόμα και στην διαφορά. Πρέπει να ανεχόμαστε. Και αυτό το πρέπει δεν είναι του κανόνα και της ηθικής. Είναι της αξίας και της αυτοτέλειας. Είναι το πρέπει που ανέχεται τον άλλον ως αξία αυτοτελή, οντότητα χωριστή, προσωπικότητα σεβαστή. Αυτό το πρέπει δεν είναι υποχρεωτικό. Είναι σωτήριο ακριβώς γιατί δεν αυτοεπιβάλλεται αλλά επιλέγεται.
Τότε και τον άλλον αποδεσμεύουμε από τα βάσανα και τα δικά μας τα βάσανα παύουν γιατί η ζωή δεν έχει πλέον κραυγές.





Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Γύμνια




                       
                                                                                                     
                                                                                                      «"I have no name;
                                                                                                                                      Iambut two days old."
                                                                                                                                      What shall I call thee?
                                                                                                                                              "I happy am,
                                                                                                                                           Joy is my name."
                                                                                                                                      Sweet joy befall thee!»
                                                                                                                              'Infant Joy' by William Blake

Στην νοσταλγία της παρουσίας σου,
πρόβαλες σαν αιθέρας γερμένος,
πάνω σε ξερά χόρτα παρασέρνοντας
την σκόνη της μνήμης στο κενό.
Και έγινε το βροχερό απομεσήμερο
το καθαρότερο του αιώνα,
κάτω από τα βρεγμένα πλατάνια,
που συνωμότησαν με την βροχή,
για να ραίνουν στον αιώνα το πρόσωπό σου,
με τις στάλες που αφήνουν απ’ τα φύλλα τους
να κυλίσουν στο πρόσωπό σου.

Στάθηκες στην κίνηση
και κίνησες την στατικότητα,
που στην απουσία σου στεκόταν ασάλευτη.
Σε χρόνο άχρονο του δευτερολέπτου,
μάγεψες το παρελθόν
και έδιωξες το παρόν στο μέλλον.
Χαμόγελο μουδιασμένο στα χείλη μου.
Χαμόγελο ζωής στα δικά σου.
Γέμισα ζωή από την πρώτη λέξη,
γιατί ερμήνευσα τον ποιητή που φώναζε
«Είσαι νοτιάς και ‘γω πουλί χαμένο,
εκεί που θέλεις με πηγαίνεις, με πετάς,
Είσαι βοριάς πάγωσες τα φτερά μου,
κι ύστερα με ένα φιλί ψηλά με πας».

Κάθισα αργότερα να ερμηνεύσω στο ποίημα
την μοσχοβολιά της παρουσίας σου,
και για πρώτη φορά η ποίηση
έπαψε να δίνει στίχο και εικόνα.
Για πρώτη φορά με κατάπιαν με μίας
στίχοι ποιητών άλλων, στίχοι ξένοι.
Για πρώτη φορά δεν μπόρεσα
να κάνω την σκέψη ιδέα.
Εκτέθηκα…  

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Το ταξίδι της Σιωπής





Ανάμεσα στην Σιωπή και το Όνειρο,
πάντα μια στιγμή χρόνου.
Ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα σε χρόνο μηδενικό,
μα το σκοτάδι στέκει απόλυτο,
όπως ο αιώνας της κόλασης.
Και το μυαλό να σεργιανά αναζητώντας,
με την επιθυμία να τρέχει
στα αυλάκια του μυαλού του,
να αγγίξει το όνειρο,
που περπατά στην σιωπή του κραυγαλέου ήχου
ή στο σκοτάδι της αιωνιότητας,
που προεικονίζει τον εαυτό της,
στο άνοιγμα και στο κλείσιμο των βλεφάρων.
 Σταματημένα τα μάτια στο μεταίχμιο,
που φωτίζει και σκοτίζει,
να αναζητά την απάντηση
παγώνοντας την οπτική του Ορίζοντα.
Ο άνθρωπος να σκοτίζει
και η ύπαρξη να βουλιάζει,
στην μεγάλη θάλασσα της σιωπής,
αντικρίζοντας το Όνειρο
πέρα από την οπτική και πέρα από τον Ορίζοντα,
σε βάθη, σε πλάτη και μήκη,
που δεν μπορεί να προχωρήσει το μυαλό.
Και στον πόντο της αναζήτησης άπορος να στέκεις,
περιμένοντας σαν ναυαγός να σιμώσει ένα πλοίο.
Να περιμένεις χωρίς απογοήτευση,
έχοντας την πίστη ότι θα φανεί.
Ίσως χρόνους μετά, ίσως αιώνες,
μεταφέροντας το Όνειρο της ζωής σου,
απαλλαγμένο από το σκοτάδι του αιώνα.
Έσχατη αποζημίωση στην αδυναμία του μυαλού,
να πράξει όσα γέννησε στην στιγμή.
Περιμένεις καθισμένος,
με τα μάτια παγωμένα και ακίνητα,
σκοτώνοντας το μηδέν του χρόνου της κόλασης,
αποζημιωμένος από τον Αιώνα του Ορίζοντα,
που δίνει το περίγραμμα του μεγέθους.
Στέκεσαι και περιμένεις,
παίρνοντας για μισθό   του Είναι σου,
την βεβαιότητα πως ταξιδεύεις,
εκεί που οι άλλοι καταποντίζονται.
Και γίνεσαι ποντοπόρος
και χάνεσαι στον πόντο
και δεν γυρεύεις να γυρίσεις,
δοσμένος για πάντα στο αλλιώτικο,
και στο μοναδικό που το ξέρεις,
και σε ξέρει από το πρώτο σου σκοτάδι,
στην κοιλιά της μάνας.
Μετά απλά χαμογελάς,
με τα ματιά κλειστά στο Πάντα!

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Τω καιρώ εκείνω εν Ραφήνα





Θυμάμαι ακόμα εκείνο το πρωινό την Ραφήνα,
Εκείνο το μοναδικό πρωινό που στοχευμένα άστοχα,
ανατρέψαμε το παρόν στην υπέρβαση της πραγματικότητας,
που ούρλιαζε από πείσμα για να μας θυμίζει
το όχι που θελήσαμε με τρέλα να κάνουμε ναι.
Και ήταν υπέροχη η άνοιξη,
που πηδούσαμε τα ποτάμια για να βρούμε το στόχο μας,
τσαλακώνοντας με μανία τα πρέπει
και αγκαλιάζοντας το ανέφικτο,
με θέα το γαλάζιο της θάλασσας.
Αντίκρισα το μπλε του ουρανού
 με την μανία να σταθεί για πάντα η εικόνα,
μα γελαστήκαμε από το κύμα της θάλασσας,
που έφερε το πάντα αλλά πήρε την ορμή.
Ήταν δεν ήταν απομεσήμερο
και καθισμένοι στο βράχο του ορίζοντα,
βλέπαμε τις στεριές και γελούσαμε
 έχοντας φύγει ταξιδεύοντας στο ταξίδι για δύο,
που όρισε την ζωή ανάποδα,
γελώντας με το πείσμα της επιμονής μας.
Και η μαγεία τούτη είχε έναν και μόνο πληθυντικό,
αυτόν του εμείς που αργότερα χρόνια
 κάναμε ενικό του εγώ και του εσύ,
αντιστρέφοντας την θέση που είδαμε τις στεριές.
Ήταν τότε που καθισμένοι στο βράχο της στεριάς,
αντικρίζαμε με τα μάτια κλειστά,
τον ορίζοντα της θάλασσας που πήρε τα λόγια,
μα άφησε την θάλασσα να χτυπιέται μέσα μας,
εις τον αιώνα του αιώνος.
Θυμάμαι σαν χθες το στοίχημα,
περνάς δεν περνάς το ποτάμι χωρίς να βραχείς.
Και αν δεν βραχείς σε χάνω και αν βραχείς σε έχω.
Και το ποτάμι συνωμότησε στο θέλω του θέλου μου
και σε έβρεξε και σε είχα.
Φωτίστηκε το πρόσωπο σου πιο πολύ από το δικό μου,
και πρώτη φορά είδα να χάνεις και να το χαίρεσαι.
Απόμεινα στην βεβαιότητα της στιγμής και του αύριο
και δεν έχασα την παρουσία σου.
Μα πέρασε ο καιρός και έγινες από ποτάμι χείμαρρος
και γω δεντρί ξεριζωμένο στην γη σου.
Σήμερα  το ποτάμι στέρεψε.
Η θάλασσα κυματίζει το ίδιο.
Και η φουρτούνα μέσα μας,
χώρισε την στεριά από τον ορίζοντας,
με την κατάρα να μην ξαναζήσουμε,
την υπέρβαση του χρόνου,
που χαράκτηκε στα μάτια μας.
Ζήσαμε… μα το χειρότερο είναι
πως έπαψε να ζει η θάλασσα.
Και απόμεινε ο βράχος μόνος,
το κύμα να χτυπιέται,
και η Ραφήνα ορφανή από την τρέλα,
που χάθηκε στο ποτάμι που σε έβρεχε.
Εγώ, στεγνός. Πιο στεγνός από τότε,
λογαριάζω το χθες και ζω το σήμερα.
Δεν θέλω να είσαι στο αύριο.
Είμαι καλά γιατί έζησα
και αυτό με κάνει πιο ανθρώπινο
και από το ίδιο το χώμα.